Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κάζι, επίρρ.,
- βλ. κουάζι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζίκι το [kazíki] Ο44 : μόνο στις ΦΡ έπαθα / έφαγα ένα ~, την έπαθα, με ξεγέλασαν και μου έβαλαν χρέος. βάζω ~, βάζω χρέος, χρεώνομαι.
[τουρκ. kazιk -ι `απάτη΄, παλ. σημ.: `παλούκωμα΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- καζίνο το [kazíno] Ο39 : μεγάλο και πολυτελές κέντρο χαρτοπαιξίας, κυρίως για τυχερά παιχνίδια, όπως π.χ. η ρουλέτα: Iδιωτικό ~. ~ υπό τον έλεγχο του κράτους.
[παλ. ιταλ. casino `βίλα για διασκεδάσεις΄ και σπάν. σημ.: `καζίνο΄ (στα σημερ. ιταλ. casino [-inó] ) με επίδρ. της σημ. και του γαλλ. casino [-inó] ή και μέσω του γερμ. Kasino [-íno] ]



