Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιχθυοτροφείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιχθυοτροφείο το [ixθiotrofío] Ο39 : ειδικά διαμορφωμένος χώρος (σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι), όπου γίνεται συστηματική εκτροφή ψαριών για εμπορική εκμετάλλευση· (πρβ. διβάρι).

[λόγ. < ελνστ. ἰχθυοτροφεῖον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go