Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ισχυρώς, επίρρ.
-
- 1) Με δύναμη, με επιμονή:
- (Διήγ. παιδ. 912 κριτ. υπ).
- 2) Δυνατά, πάρα πολύ:
- (Ψευδο-Σφρ. 41426).
- 3) Με επιμέλεια:
- το έδαφος εσκέπασε μετά τιμίων λίθων εστιλβωμένων ισχυρώς (Διγ. Z 3911).
- 4) Με ασφάλεια:
- οπλίτας καθοπλισμένους ισχυρώς (Διγ. Z 3506).
[αρχ. επίρρ. ισχυρώς]
- 1) Με δύναμη, με επιμονή:



