Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισχουρία
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισχουρία η [isxuría] Ο25 : (ιατρ.) αδυναμία για εκούσια ούρηση, η οποία οφείλεται σε μηχανικά ή παθολογικά αίτια.

[λόγ. < ελνστ. ἰσχουρία]

[Λεξικό Κριαρά]
ισχουρία η.
  • Δυσουρία, δυσκολία στην ούρηση:
    • Περί στραγγουρίαν και δυσουρίαν και ισχουρίαν (Ιατροσ. κώδ. Ϡלζ´).

[μτγν. ουσ. ισχουρία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go