Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοσκελισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοσκελισμός ο [isoskelizmós] Ο17 : η ισοσκέλιση: Ο ~ ενός προϋπολογισμού.

[λόγ. ισοσκελισ- (ισοσκελίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go