Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοσκέλιση η [isoskélisi] Ο33 : η εξίσωση των δύο αντίθετων ποσών ενός λογιστικού πίνακα· ισοσκελισμός: H ~ ενός ισολογισμού / ισοζυγίου.
[λόγ. ισοσκελι- (ισοσκελίζω) -σις > -ση]



