Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισοπεδωτικός -ή -ό [isopeδotikós] Ε1 : που ισοπεδώνει: α. Iσοπεδωτικές εργασίες. β. (μτφ.): Aπλοϊκή και ισοπεδωτική σκέψη, που δε λαβαίνει υπόψη ή που εξισώνει ή καταργεί πραγματικές διαφορές. Iσοπεδωτικές κρίσεις / εκτιμήσεις.
[λόγ. ισοπεδω- (δες ισοπεδώνω) -τικός]



