Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ισοπεδωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοπεδωτικός -ή -ό [isopeδotikós] Ε1 : που ισοπεδώνει: α. Iσοπεδωτικές εργασίες. β. (μτφ.): Aπλοϊκή και ισοπεδωτική σκέψη, που δε λαβαίνει υπόψη ή που εξισώνει ή καταργεί πραγματικές διαφορές. Iσοπεδωτικές κρίσεις / εκτιμήσεις.

[λόγ. ισοπεδω- (δες ισοπεδώνω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go