Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ισοβίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ισοβίτης ο [isovítis] Ο10 θηλ. ισοβίτισσα [isovítisa] Ο27 : κατάδικος που εκτίει ποινή ισόβιων δεσμών.

[ισόβ(ια) -ίτης κατά το βαρυποινίτης· ισοβίτ(ης) -ισσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες