Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ισημερία η [isimería] Ο25 : (αστρον.) το φαινόμενο κατά το οποίο η διάρκεια της αστρικής ημέρας είναι ίση με τη διάρκεια της νύχτας: Tο φαινόμενο της ισημερίας παρατηρείται συγχρόνως σε όλη τη Γη, δύο φορές το χρόνο. Εαρινή ~, στις 21 Mαρτίου. Φθινοπωρινή ~, στις 22 Σεπτεμβρίου.
[λόγ. < αρχ. ἰσημερία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ισημερία η.
-
- Ισότητα της ημέρας με τη νύχτα:
- (Φυσιολ. 3473).
[αρχ. ουσ. ισημερία. Η λ. και σήμ.]
- Ισότητα της ημέρας με τη νύχτα:



