Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποδρομία η [ipoδromía] Ο25 : αγώνας ταχύτητας μεταξύ ιππέων, κυρίως αυτός κατά τον οποίο οι θεατές παίζουν χρηματικά στοιχήματα· (πρβ. ιππικοί αγώνες): Έχασε πολλά χρήματα στις ιπποδρομίες.
[λόγ. < αρχ. ἱπποδρομία]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιπποδρομιακός -ή -ό [ipoδromiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε ιπποδρομία: Iπποδρομιακό στοίχημα.
[λόγ. ιπποδρομί(α) -ακός (πρβ. ελνστ. ἱπποδρομικός)]