Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιορδανικός -ή -ό [iorδanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην Iορδανία ή στους Iορδανούς ή προέρχεται από αυτή ή από αυτούς: Iορδανική κυβέρνηση / πρωτεύουσα.
[λόγ. Iορδαν(ία) -ικός < αγγλ. Jordania (ορθογρ. δαν.) με βάση το όνομα του ποταμού Iορδάνη (< ελνστ. Ἰορδάνης, από τα αραμ.)]



