Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιονισμός ο [ionizmós] Ο17 : (φυσ.) η μεταβολή ουδέτερων μορίων ή ατόμων σε αντίθετα ιόντα· ιοντισμός.
[λόγ. ιονισ- (ιονίζω) -μός μτφρδ. διεθ. ioni zation (ion = ιόν)]



