Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιολογικός -ή -ό [iolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ιολογία: Iολογική μελέτη. Iολογικό εργαστήριο.

[λόγ. ιολογ(ία) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go