Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιογενής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιογενής -ής -ές [iojenís] Ε10 : (ιατρ.) που προκαλείται από ιό: ~ λοίμωξη, ίωση. Iογενές νόσημα.

[λόγ. ι(ός) -ο- + -γενής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go