Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ινσουλίνη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ινσουλίνη η [insulíni] Ο30 : ορμόνη του παγκρέατος, η οποία χρησιμοποιείται για τον έλεγχο του διαβήτη: Ένεση ινσουλίνης.

[λόγ. < διεθ. insuline (-ine = -ίνη)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go