Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ινίο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ινίο το [inío] Ο39 : (ανατ.) το πίσω και κάτω μέρος του κεφαλιού.

[λόγ. < αρχ. ἰνίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες