Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιερόδουλος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερόδουλος η [ieróδulos] Ο36 & ιερόδουλη η [ieróδuli] Ο32 : (συνήθ. επίσ.) η πόρνη, η γυναίκα που εκδίδεται κατ΄ επάγγελμα.

[λόγ. < ελνστ. ἱερόδουλος `δούλη που εργάζεται ως εταίρα σε ναό΄· ιερόδουλ(ος) μεταπλ. κατά τα άλλα θηλ. σε για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go