Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιερουργός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ιερουργός ο.
  • Αυτός που ιερουργεί:
    • ιερείς και διακόνους …, του θεού ιερουργούς (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1390).

[μτγν. ουσ. ιερουργός. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go