Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιερουργία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιερουργία η [ierurjía] Ο25 : η πράξη του ιερουργώ, η τέλεση θρησκευτικής τελετής· ιεροτελεστία, ιεροπραξία.

[λόγ. < αρχ. ἱερουργία]

[Λεξικό Κριαρά]
ιερουργία η· ιερουργιά.
  • Τέλεση θείας λειτουργίας:
    • γίνονται τρεις εκκλησιές διά ιερουργία (Παϊσ., Ιστ. Σινά 472).

[αρχ. ουσ. ιερουργία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες