Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιεροραφείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεροραφείο το [ierorafío] Ο39 : το εργαστήριο ή το κατάστημα του ιεροράφτη.

[λόγ. ιερο- + ραφείον, σημασιολ. και μορφολ. σφαλερή δημιουργία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go