Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ιεροκήρυξ
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
ιεροκήρυξ ο.
  • Αυτός που κηρύττει το λόγο του Θεού:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 836).

[αρχ. ουσ. ιεροκήρυξ. Η λ. και σήμ. (κας)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες