Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιεροκήρυξ ο.
-
- Αυτός που κηρύττει το λόγο του Θεού:
- (Παϊσ., Ιστ. Σινά 836).
[αρχ. ουσ. ιεροκήρυξ. Η λ. και σήμ. (‑κας)]
- Αυτός που κηρύττει το λόγο του Θεού:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. ουσ. ιεροκήρυξ. Η λ. και σήμ. (‑κας)]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |