Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ιερεύς ‑έας ο· γερέας· γεριάς· ιερής· ιεριάς· γεν. ιερώς.
-
- Ιερέας, παπάς:
- (Διήγ. Αλ. V 27), (Ιστ. Βλαχ. 1694), (Ασσίζ. 25922).
[αρχ. ουσ. ιερεύς. Ο τ. ιερής και σήμ. κυπρ. Η λ. (‑έας) και σήμ.]
- Ιερέας, παπάς:



