Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιερακοτρόφος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ιερακοτρόφος ο.
  • Αυτός που τρέφει και εκπαιδεύει γεράκια για το κυνήγι:
    • Του ιέρακος ασκηθέντος … εις γνωριμότητα ακριβή της του ιερακοτρόφου φωνής (Ιερακοσ. 50020).

[<ουσ. ιέραξ + τρέφω. Η λ. τον 5. αι.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go