Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιεράρχηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιεράρχηση η [ierárxisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ιεραρχώ, η τακτοποίηση σε μια σειρά που δείχνει προτεραιότητα και αξία: H ~ στόχων / αιτημάτων.

[λόγ. ιεραρχη- (ιεραρχώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go