Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδού
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδού [iδú] μόριο δεικτ. : (λόγ., συνήθ. ειρ.) δες, κοίταξε, αυτός είναι· να: ~ το θαύμα. ~ η απορία, να! αυτή είναι η απορία. ~ οι συνέπειες της απερισκεψίας σου. ΠAΡ ΦΡ ~ η Ρόδος, ~ και το πήδημα*.

[λόγ. < αρχ. ἰδού]

[Λεξικό Κριαρά]
Ιδουμαίος ο.
  • Αυτός που κατάγεται από την Ιδουμαία της Παλαιστίνης:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2126).

[μτγν. εθν. Ιδουμαίος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go