Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιότροπος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιότροπος -η -ο [iδiótropos] Ε5 : 1. που έχοντας μια ιδιαίτερη συμπεριφορά, κάποιες ιδιαίτερες απαιτήσεις και συνήθειες, φαίνεται στους άλλους ενοχλητικός ή παράξενος ή ενοχλείται από τους άλλους· παράξενος· (πρβ. ιδιόρρυθμος, δύστροπος): ~ άνθρωπος / χαρακτήρας. Είναι ~ στο φαγητό. || Iδιότροπη συμπεριφορά. 2. που είναι ασυνήθιστος, παράξενος: ~ γιακάς. ιδιότροπα ΕΠIΡΡ: Kάπως ~ κάθεται.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιότροπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go