Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιοτροπία
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοτροπία η [iδiotropía] Ο25 : συνήθεια της καθημερινής συμπεριφοράς που έρχεται σε αντίθεση με το κανονικό και γι΄ αυτό ενοχλεί ή παραξενεύει· παραξενιά· (πρβ. ιδιορρυθμία): Έχει την ~ να τρώει το φρούτο πριν από το φαγητό. Έχω ιδιοτροπίες, είμαι ιδιότροπος. || ~ της φύσης.

[λόγ. < ελνστ. ἰδιοτροπία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go