Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ιδιοσκεύασμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ιδιοσκεύασμα το [iδioskévazma] Ο49 : φαρμακευτικό παρασκεύασμα ορισμένης φαρμακοβιομηχανίας.

[λόγ. ιδιο- + σκεύασμα κατά το παρασκεύασμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go