Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ιδεί το [iδí] Ο (άκλ.) : (λαϊκότρ.) η όψη προσώπου ή πράγματος.
[μσν. το ιδείν, απαρέμφ. αορ. του αρχ. ρ. ὀρῶ `βλέπω΄ (πρβ. σημερ. αόρ. είδα)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ιδείν το· ’δεί(ν)· ’διεί.
-
- α) Βλέμμα, ματιά:
- θάρρε μόνον στο ’δείν των εμματιών της (Κυπρ. ερωτ. 9831)·
- β) όψη, θωριά:
- Κάθα να δω το βγενικόν το ’δείσ σου (αυτ. 691).
[απαρέμφ. ιδείν ως ουσ. Οι τ. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., Κουσαθανάς, λ. ’διεί)]
- α) Βλέμμα, ματιά:



