Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θωράκιση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θωράκιση η [θorákisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θωρακίζω: 1. H ~ ενός πλοίου. 2. (μτφ.): H αντισεισμική ~ των ελληνικών πόλεων. H ~ των συνόρων του κράτους.

[λόγ. θωρακι- (θωρακίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. cuirassement]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες