Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θυρίς
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θυρίς ‑δα η.
  • 1)
    • α) Πόρτα:
      • θυρίδες … του … οίκου (Διγ. Z 3828
    • β) πύλη (του Αγίου Βήματος):
      • θυρίδας του Βήματος (Hagia Sophia ω 52513).
  • 2) Παράθυρο:
    • εκ της θυρίδας έσκυψε, τον νέον προσεφώνει (Διγ. Z 1846).
  • 3) Άνοιγμα, πέρασμα:
    • σκάπτουσι, να κάμνουσι θυρίδαν (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2764).

[αρχ. ουσ. θυρίς. Η λ. (δα) στο Meursius και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go