Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θυμώδης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
θυμώδης, επίθ.
  • 1) Ευέξαπτος:
    • (Λίβ. (Lamb.) N 863).
  • 2) Ορμητικός:
    • βασιλεάς … θυμώδης εις τον πόλεμο (Χρον. σουλτ. 454).
  • 3) Που ενισχύει το θυμό (βλ. θυμός 3γ):
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 18v).
  • Το ουδ. ως ουσ. = έξαψη:
    • πολλές φορές λέγουνται οι αγανάκτησες θυμώδες (Ασσίζ. 45515‑6).

[αρχ. επίθ. θυμώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες