Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρύψαλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρύψαλο το [θrípsalo] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : το καθένα από τα πολύ μικρά κομμάτια στα οποία θρυμματίζεται ένα αντικείμενο: Ο καθρέφτης / το τζάμι έγινε θρύψαλα.

[αρχ. θρυψ- (θρύβω) `θρυμματίζω΄ -αλο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go