Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρυαλλίδα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρυαλλίδα η [θrialíδa] Ο26 : 1. (λόγ.) φιτίλι, κυρίως για την πυροδότηση εκρηκτικών υλών. 2. (μτφ.) αφορμή ενός γεγονότος, κυρίως καταστρεπτικού· (πρβ. έναυσμα): H δολοφονία στο Σεράγεβο έγινε η ~ που προκάλεσε τον α' παγκόσμιο πόλεμο.

[λόγ. < αρχ. θρυαλλίς, αιτ. -ίδα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go