Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρασεύω [θrasévo] Ρ5.2α μππ. θρασεμένος : (λαϊκότρ.) για φυτά, αναπτύσσομαι πάρα πολύ, φουντώνω.
[μσν. *θρασεύω (πρβ. μσν. θράσεμα) < αρχ. θράσ(ος) -εύω]



