Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θρασεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρασεύω [θrasévo] Ρ5.2α μππ. θρασεμένος : (λαϊκότρ.) για φυτά, αναπτύσσομαι πάρα πολύ, φουντώνω.

[μσν. *θρασεύω (πρβ. μσν. θράσεμα) < αρχ. θράσ(ος) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες