Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θρακιώτικος -η -ο [θrakótikos] Ε5 : (οικ.) που έχει σχέση με τη Θράκη ή με τους κατοίκους της· θρακικός: Θρακιώτικα τραγούδια / έθιμα. Θρακιώτικο ιδίωμα.
[Θρακιώτ(ης < Θράκ(η) -ιώτης) -ικος]



