Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θρέφω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θρέφω [θréfo] -ομαι Ρ αόρ. έθρεψα, απαρέμφ. θρέψει, παθ. αόρ. θράφη κα, απαρέμφ. θραφεί, μππ. θρεμμένος : (οικ.) 1. δίνω τροφή σε άνθρωπο ή σε ζώο· τρέφω: Έθρεψε τα παιδιά της με το γάλα της. 2. παρέχω σε κπ. τα μέσα για να επιζήσει· συντηρώ, ταΐζωI2, τρέφω: Έχει να θρέψει άρρωστη μάνα. 3. (για καρπό) ωριμάζω: Δεν έθρεψε ακόμη το σιτάρι. 4. επουλώνομαι, κλείνω: Θρέφει η πληγή / το τραύμα.

[μσν. θρέφω < τρέφω με βάση το (αρχ.) συνοπτ. θ. θρεψ-]

[Λεξικό Κριαρά]
θρέφω,
βλ. τρέφω.
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go