Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θνησιμαίο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θνησιμαίον το.
  • Ψοφίμι:
    • (Φυσιολ. 35310).

[ουδ. του επιθ. θνησιμαίος ως ουσ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θνησιμαίος -α -ο [θnisiméos] Ε4 : (λόγ., για ζώο) ψόφιος. || (ως ουσ.) το θνησιμαίο, ψοφίμι.

[λόγ. επίθ. < ελνστ. ουσ. θνησιμαῖον `κουφάρι ζώου΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go