Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θλιμμένα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θλιμμένα, επίρρ.
  • Με θλίψη, λυπημένα:
    • κιλαδεί θλιμμένα (Περί ξεν. 301).

[<μτχ. θλιμμένος του θλίβομαι. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go