Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θλάσμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θλάσμα το.
  • Σπάσιμο:
    • Ποία των θλασμάτων υγιαίνουσι και ποία ου (Ιερακοσ. 49123).

[αρχ. ουσ. θλάσμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go