Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θιβετιανός -ή -ό [θivetianós] Ε1 : 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στο Θιβέτ ή στους κατοίκους του ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Θιβετιανοί ναοί. 2. (ως ουσ.) ο Θιβετιανός, θηλ. Θιβετιανή, ο κάτοικος του Θιβέτ. || (ως επίθ.): ~ μοναχός.
[λόγ. Θιβέτ -ιανός < αγγλ. Thibet (ορθογρ. δαν.)]



