Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θησαύρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαύρισμα το [θisávrizma] Ο49 : 1. η ενέργεια του θησαυρίζω1. 2. (σπάν.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του θησαυρίζω2: Οι εμπειρίες και οι διαλογισμοί είναι τα θησαυρίσματα του νου.

[λόγ. < αρχ. θησαύρισμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες