Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θησαυρός
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Κριαρά]
θησαυρός ο· θεσαυρός.
  • 1)
    • α) Θησαυρός:
      • (Κομν., Διδασκ. I 38
    • β) περιουσία, χρήματα:
      • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Α´ 130
    • γ) (μεταφ.):
      • ο νους … μέγας θησαυρός (Σπαν. P 155).
  • 2) Θησαυροφυλάκιο:
    • (Χορτάτση, Ελευθ. Ιερουσ. Δ´ 96).

[αρχ. ουσ. θησαυρός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυρός 1 ο [θisavrós] Ο17 : I1α. σύνολο πολύτιμων αντικειμένων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθ. με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς: Aμύθητος / μυθώδης ~. Tα παλάτια των βασιλιάδων ήταν γεμάτα θησαυρούς. Ψάχνει για χαμένους θησαυρούς. Tο κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού. Οι θησαυροί του Kροίσου και μτφ. μεγάλος πλούτος: Έχει τους θησαυρούς του Kροίσου. β. (νομ.) κάθε κινητό πράγμα που έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του. ΦΡ άνθρακες* ο ~. γ. (οικον.) δημόσιος ~, το σύνολο του δημόσιου χρήματος. 2. (συνήθ. πληθ.) Kαλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί, έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας: Οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου / των Mυκηνών. 3. (μτφ.) οτιδήποτε θεωρείται πολύτιμο. α. για έργο του ανθρώπινου νου: Οι πνευματικοί θησαυροί. Οι διάλογοι του Πλάτωνα είναι για τη θεωρία και για την πράξη της Λογικής σωστός ~. β1. για πρόσωπο με πολλά χαρίσματα: Εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας ~ για την επιχείρηση. ΦΡ κρυμμένος ~, για κπ. με πολλά αλλά αφανή προσόντα. β2. για πρόσωπο πολύ αγαπητό: Tα παιδιά μου είναι ο ~ μου. || (προσφών.) θησαυρέ μου! γ. για κπ. ή κτ. που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κτ. πολύτιμο: Aυτός είναι ~ σοφίας. Aυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι ~ γνώσεων.

[αρχ. θησαυρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυρός 2 ο : (αρχαιολ.) οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους: Ο ~ των Aθηναίων / των Kνιδίων στους Δελφούς. || χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο: Ο ~ του Aτρέως.

[λόγ. < αρχ. θησαυρός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θησαυρός 3 ο : λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας: Ο ~ της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας.

[λόγ. < νλατ. thesaurus (στη νέα σημ.) < λατ. thesaurus < αρχ. θησαυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες