Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θηλύκι το [θilíki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. κουμπί. 2α. κουμπότρυπα. β. θηλιά από την οποία κρεμάμε κτ.: Έραψα ένα ~ στο παλτό / στη ζακέτα μου.
[μσν. θηλύκιον υποκορ. του αρχ. επιθ. θηλυκ(ός) -ιον]
[Λεξικό Κριαρά]
- θηλύκι(ο)ν το.
-
- α) Θηλιά· είδος κουμπότρυπας:
- θηλύκια στρεπτά (Διγ. Gr. 1176)·
- β) θηλυκωτήρας χειρογράφου:
- Ευαγγέλιον … ενδεδυμένον … και τα θηλύκια του ασημένια (Σεβήρ., Σημειώμ. 83).
[<επίθ. θηλυκός + κατάλ. ‑ι(ο)ν. Η λ. και σήμ. (‑ι)]
- α) Θηλιά· είδος κουμπότρυπας:



