Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θηβαϊκός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θηβαϊκός -ή -ό [θivaikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη Θήβα ή με τους Θηβαίους: Ο ~ κύκλος*. H θηβαϊκή γη.

[λόγ. < αρχ. Θηβαϊκός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go