Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεόρατος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεόρατος -η -ο [θeóratos] Ε5 : που οι διαστάσεις του, και συνήθ. το ύψος του, είναι πολύ μεγάλες: ~ βράχος / πύργος. Θεόρατο κύμα / δέντρο. ~ άνθρωπος / πλάτανος. Ο καρχαρίας άνοιξε το θεόρατο στόμα του.

[αρχ. ἀθεώρητος `που δεν μπορεί να ιδωθεί΄ παρετυμ. θεο-II]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go