Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεόκτιστος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
θεόκτιστος, επίθ.· θεόχτιστος.
  • Δημιουργημένος από το Θεό:
    • βουνίν … θεόχτιστον (Χρον. Μορ. H 1460).

[αρχ. επίθ. θεόκτιστος. Ο τ. και σήμ. ποντ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go