Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- θεϊσμός ο [θeizmós] Ο17 : (θρησκειολ.) μεταφυσική αντίληψη της έννοιας του Θεού ως υπερβατικού και ξέχωρου από τον κόσμο.
[λόγ. < γαλλ. théisme < αγγλ. theism < αρχ. θε(ός) -isme = -ισμός & σημδ. γαλλ. déisme]



