Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεϊκός -ή -ιά -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
θεϊκός, επίθ.
  • 1)
    • α) Που προέρχεται από το Θεό, που ανήκει στο Θεό:
      • Τούτ’ η βουλή ’ναι θεϊκή και θεϊκός ο νόμος (Ζήν. Α´ 122
    • β) που αναφέρεται στο Θεό:
      • επιστήμες θεϊκές (Τζάνε, Κρ. πόλ. 58012).
  • 2) Υπέροχος, θείος:
    • όνομα το περίφημον, αυτό το θεϊκόν σου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [1086]).

[μτγν. επίθ. θεϊκός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεϊκός -ή / -ιά -ό [θeikós] Ε1, Ε2 : 1. που ανήκει στο θεό ή προέρχεται από αυτόν· θείος: Θεϊκή οργή / κατάρα / δύναμη. 2. (μτφ.) που είναι υπέρτατου βαθμού, εξαιρετικός, θείος: Θεϊκή ομορφιά / φωνή.

[ελνστ. θεϊκός (αρχ. θεῖος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες