Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: θεωρός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
θεωρός ο [θeorós] Ο17 : I. (ιστ.) μέλος μιας επίσημης αντιπροσωπείας, της θεωρίας 3, στην αρχαία Ελλάδα. II. (μτφ.): Δεν έμεινε απλός ~ των κοινωνικών / ιστορικών εξελίξεων της εποχής του αλλά συμμετείχε ενεργά, όπου το χρέος τον καλούσε, απλός παρατηρητής, θεατής γεγονότων γενικού και μεγάλου ενδιαφέροντος.

[λόγ. < αρχ. θεωρός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go